αμιλλώμαι

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)
αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι
νεοελλ.
είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι, πασχίζω, μοχθώ
2. γίνομαι αντικείμενο άμιλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμιλλα.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμίλλημα, ἁμιλλητήρ, ἁμιλλητικός
αρχ.-μσν.
ἁμιλλητήριος.
ΣΥΝΘ. ἀνθαμιλλῶμαι, διαμιλλῶμαι, συναμιλλῶμαι
αρχ.
ἐναμιλλῶμαι, ἐξαμιλλῶμαι, παραμιλλῶμαι, προσαμιλλῶμαι].