άμνιο
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
το (AM ἀμνίον Ι)
ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση
αρχ.
είδος αγγείου όπου τοποθετούσαν το αίμα τών σφαγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἄμων παραγ. επίθ. του ἀμῶμαι].[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμων < ἀμάω-άομαι «μαζεύω, συγκεντρώνω»
ΠΑΡ. νεοελλ. αμνιακός, αμνιίτιδα (ις), αμνιογραφία, αμνιόρροια, αμνιωτά, αμνιωτικός].