αναβλαστάνω

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀναβλαστάνω)
βλαστάνω εκ νέου, ξαναφυτρώνω
νεοελλ.
απλώς βλαστάνω, φυτρώνω
αρχ.
1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω
2. (για πόλεις) ξαναβρίσκω την παλαιά μου ακμή και δόξα
3. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι, ξεφυτρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βλαστάνω.
ΠΑΡ. αναβλάστηση (-ις) νεοελλ. αναβλάστημα].