αναπήδηση

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναπήδησις)
1. πήδημα προς τα επάνω, εκτίναξη, πέταγμα
2. αιφνίδιο σκίρτημα (κυρίως από έκπληξη ή φόβο)
νεοελλ.
1. (για υγρά) ξεπήδημα, ανάβλυση
2. μετατόπιση πράγματος μετά από έκρηξη.