τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
η (Α ἀναπήδησις)
1. πήδημα προς τα επάνω, εκτίναξη, πέταγμα
2. αιφνίδιο σκίρτημα (κυρίως από έκπληξη ή φόβο)
νεοελλ.
1. (για υγρά) ξεπήδημα, ανάβλυση
2. μετατόπιση πράγματος μετά από έκρηξη.