αναπλέκω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω)
1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ
2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω»
(νεοελλ
1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά
2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω
αρχ.
1. πλέκω γύρω από κάτι, συμπλέκω
2. παθ. εμπλέκομαι, συμπλέκομαι.