αναρριπίζω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

(AM ἀναρριπίζω)
νεοελλ.
ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ
μσν.
διασκορπίζω στον αέρα
αρχ.
1. κάνω αέρα με κάτι
2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω
3. (για πτηνά) φτερουγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρρίπιση. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].