ἀναπωμάζω
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
(πῶμα)
A lift up the cover, Hero Spir.1 Praef., Critoap. Gal.12.732.
German (Pape)
[Seite 204] den Deckel aufmachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπωμάζω: (πῶμα) αἴρω, σηκώνω τὸ πῶμα, τὸ σκέπασμα, Ἥρων Πνευμ. σ. 150.
Spanish (DGE)
destapar Crit.Hist. en Gal.12.732, Hero Spir.1.praef.p.20, ZPE 15.46 (Dalisando).
Greek Monolingual
ἀναπωμάζω (Α)
σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας (-ήρ)].