ἀνασταδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (ἀνίστημι)
A standing up, Il.9.671, 23.469.
German (Pape)
[Seite 208] aufrechtstehend, Il. 9, 671. 28, 489.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀνίστημι)· δειδέχατ’ ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν, ἀνιστάμενος, ὄρθιος, Ἰλ. Ι. 671, Ψ. 469.
French (Bailly abrégé)
adv.
en se levant.
Étymologie: ἀνίστημι, -δον.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): adv., standing up. (Il.)
Spanish (DGE)
(ἀναστᾰδόν)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. en pie, de pie δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀ. Il.9.671, cf. 23.469.