ανατρέπω
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
(AM ἀνατρέπω)
1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω
2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω
3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα
νεοελλ.
ματαιώνω, ακυρώνω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. εξεγείρω, διεγείρω
II. (μέσ. -ομαι) λυπούμαι, ταράζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τρέπω.
ΠΑΡ. ανατρεπτικός, ανατροπέας (-εύς), ανατροπή
νεοελλ.
ανατρέψιμος].