ανατρέπω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

(AM ἀνατρέπω)
1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω
2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω
3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα
νεοελλ.
ματαιώνω, ακυρώνω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. εξεγείρω, διεγείρω
II. (μέσ. -ομαι) λυπούμαι, ταράζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τρέπω.
ΠΑΡ. ανατρεπτικός, ανατροπέας (-εύς), ανατροπή
νεοελλ.
ανατρέψιμος].