ανίσως

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

(I)
(Μ ἀνίσως)
σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται συνήθως με το και και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον αγαπώ και θέλω για να φύγεις, σπαθί βαστάς στη μέση σου κόψε μου το κεφάλι» δημοτ.)
2. πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε ανίσως κι είναι σωστά αυτά που λέει»)
3. προτάσεις που δηλώνουν άρνησηανίσως κι έρθει σήμερα»)
μάλλον δεν θα 'ρθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανίσως < αν- (υποθ.) + ίσως].———————— (II)
επίρ. (Α ἀνίσως)
κατά τρόπο άνισο.