ανθρωπολογία

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η
η επιστήμη που εξετάζει την κατασκευή του ανθρώπινου σώματος, σκελετού και εσωτερικών οργάνων (μορφολογική ανθρωπολογία), τη λειτουργία των οργάνων και συστημάτων του οργανισμού (λειτουργική ανθρωπολογία), τη θέση του ανθρώπου μέσα στο ζωικό βασίλειο (ζωολογική ανθρωπολογία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < anthropologia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άνθρωπος + -λογία. Ο ελληνικός όρος ανθρωπολογία πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1810 από τον γιατρό Λευκία Γεωργιάδη Αναστάσιο].