αντικατάσταση

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

η (Α ἀντικατάστασις)
το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση
νεοελλ.
γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» — το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης
«εγκλιτική αντικατάσταση» σε όλες τις εγκλίσεις του ίδιου χρόνου
αρχ.
1. η αντίκρουση επιχειρημάτων
2. η αντίθεση, η εναντίωση.