ἀντίληξις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A motion for a new trial, D.39.38; cf. ἀντιλαγχάνω.
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, Gegenklage, s. ἀντιλαγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίληξις: -εως, ἡ, ἀντέγκλησις ἢ ἔφεσις πρὸς ἀναθεώρησιν τῆς δίκης ἢ πρὸς νέαν διαιτησίαν, Δημ. 1006. 14· ἴδε ἐν λ. ἀντιλαγχάνω.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action reconventionnelle.
Étymologie: ἀντιλαγχάνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ jur. recurso D.39.38.
Greek Monolingual
ἀντίληξις, η (Α)
η έφεση για αναθεώρηση της δίκης.