ἀπαίνυμαι
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
A = ἀποαίνυμαι (q.v.), Mosch.2.66.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίνυμαι: ἀποθ. ἀφαιρῶ, τεύχε’ ἀπαινύμενον Ἰλ. Λ. 582, Ρ. 85, δρέπω, κόπτω, τῶν ἥ μὲν νάρκισσον ἐΰπνοον, ἥ δ’ ὑάκινθον, ἥ δ’ ἕρπυλλον ἀπαίνυτο Μόσχ. 2. 66: - Ὁ Ὅμ. ἔχει ὡσαύτως ᾀποαίνυμαι Ἰλ. Ν. 262, Ὀδ. Μ. 419, Ρ. 322.
French (Bailly abrégé)
c. ἀποαίνυμαι.
English (Autenrieth)
only pres. and ipf.: take away; τινός τι, ρ 322, Il. 13.262.
Spanish (DGE)
(ἀπαίνῠμαι)
quitar c. ac. y gen. τεύχε' ... Ἀπισάονος Il.11.582
•retirar del fuego χυτρίδα Call.Fr.244
•arrancar ἕρπυλλον Mosch.2.66.