απαιδευσία

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπαιδευσία)
έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά
αρχ.
1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά
2. απειρία, ανικανότητα
(«άπαιδευσία πλούτου» — ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.)
3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» — από έλλειψη άσκησης στη συγκράτηση της οργής).