αποβαίνω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποβαίνω)
1. καταλήγω, καταντῶ
2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι
αρχ.
1. αποβιβάζομαι
2. φεύγω, αναχωρῶ
3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι
4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι
5. επιτυγχάνω
6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω
7. (μτβ.) αποβιβάζω
8. (το απαρέμφατο ως ουσ.) τὸ ἀποβαίνειν
η τέχνη του να μεταπηδά κάποιος από άλογο σε άλογο
9. (για διάστημα) εκτείνομαι
10. φρ. «ὁ ἀποβαίνων πούς» — το πίσω πόδι.