άπεπτος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπεπτος, -ον)
(για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτος
αρχ.
1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός
2. εκείνος που υποφέρει από δυσπεψία
3. (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πέσσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω»].