ἄπραγος
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ον,
A = ἀπράγμων, Sm.Jd.9.4.
Spanish (DGE)
-ον
inactivo, vago ἀπράγους καὶ ἀπονενοημένους Sm.Id.9.4, ἄνθρωπος ... βατράχου ἀπραγότερος un hombre más vago que una rana Pall.V.Chrys.11p.64
•en sent. positivo sereno βίος Pall.H.Laus.25.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπραγος, -ον) πράττω
αδρανής, νωθρός
νεοελλ.
1. άπειρος, αδαής
2. αυτός που δεν κατορθώνει να φέρει κάτι σε πέρας.