ἀπόπειρα

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπειρα Medium diacritics: ἀπόπειρα Low diacritics: απόπειρα Capitals: ΑΠΟΠΕΙΡΑ
Transliteration A: apópeira Transliteration B: apopeira Transliteration C: apopeira Beta Code: a)po/peira

English (LSJ)

ἡ,

   A trial, venture, ἀ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης make trial of their way of fighting, Hdt.8.9; ναυμαχίας ἀ. λαμβάνειν Th.7.21; δοῦναι ἀ. εὐσεβείας give proof of it, Ph.1.650.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, Versuch, Probe, τινὸς ποιεῖσθαι Her. 8, 9; ἀπόπειραν λαμβάνειν ναυμαχίας Thuc. 7, 21; Pol. 27, 4; vgl. 22, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπειρα: δοκιμή, τόλμημα, ἀπ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης, δοκιμάζειν τίνι τρόπῳ μάχονται, Ἡρόδ. 8. 9˙ ἀπ. ναυμαχίας λαμβάνειν, δοκιμὴν ναυμαχίας ποιεῖν, Θουκ., 7. 21˙ δοῦναι ἀπ. εὐσεβείας, ἀπόδειξιν εὐσεβείας, Φίλων 1. 650.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
essai, épreuve.
Étymologie: ἀπό, πεῖρα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
tentativa, prueba ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι τῆς μάχης poner a prueba su manera de luchar Hdt.8.9, ναυμαχίας ἀπόπειραν λαμβάνειν Th.7.21, δοὺς ἀπόπειραν εὐσεβείας dando prueba de piedad Ph.1.650, ἀπόπειρα ἐγένετο fue una prueba o intentona D.17.26, κόρακα εἰς ἀπόπειραν ἔτρεφεν crió un cuervo como prueba o experimento Hierocl.Facet.255
de opiniones o intenciones sondeo, tanteo τῆς ἑκάστου προαιρέσεως Plb.27.4.2, πεμφθέντος εἰς ἀπόπειραν ἐπὶ τίνος ἐστὶ γνώμης habiendo sido enviado para sondear cuál era la opinión Plb.21.34.3.

Greek Monolingual

η (AM ἀπόπειρα)
δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια
νεοελλ.
1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως
2. φρ. α) «απόπειρα συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση)
β) «απόπειρα αυτοκτονίας».