ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
ἀρίγνωτος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται, που γνωρίζεται εύκολα
2. πασίγνωστος, ξακουστός
3. (με κακή σημασία) διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + γνωτός < γιγνώσκω «γνωρίζω»].