αράθυμος
From LSJ
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
Greek Monolingual
-η, -ο
1. οκνηρός, νωθρός, αμελής
2. ζωηρός
3. αψύς
4. κακότροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α- (προθετ.) + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που συμβαίνει όχι μόνο πριν από συριστικά, υγρά και έρρινα, όπως στην αρχ. Ελληνική, αλλά και πριν από κάθε σύμφωνο. Τα προθεματικά φωνήεντα της Νέας Ελληνικής είναι α- και ο-. Η λ. αράθυμος με την αντίθετη σημασία, δηλ. «ζωηρός, αψύς» < α- στερ. + ράθυμος].