ἀσθμαίνω

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσθμαίνω Medium diacritics: ἀσθμαίνω Low diacritics: ασθμαίνω Capitals: ΑΣΘΜΑΙΝΩ
Transliteration A: asthmaínō Transliteration B: asthmainō Transliteration C: asthmaino Beta Code: a)sqmai/nw

English (LSJ)

   A breathe hard: used by Hom. in pres. part., panting, as after running, τὼ δ' ἀσθμαίνοντε κιχήτην Il.10.376; gasping for breath, of one dying, ὅ γ' ἀσθμαίνων . . ἔκπεσε δίφρου 5.585, cf. 10.496, Pi.N.3.48: pres. ind., Hp.Morb.3.7, Arist.Pr.905b33: impf., Luc.DMeretr.5.4; οὐδὲν ἀσθμαίνων without an effort, A.Eu.651; ἀ. τι pant for a thing, Hld.4.3: c. acc. cogn., ἀ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλήν Opp.H.4.14.

German (Pape)

[Seite 370] schwer athmen, keuchen, nach dem Laufen; röcheln, von Sterbenden; Iliad. 5, 585. 10, 376. 496. 13, 399. 16, 826. 21, 182; Pind. N. 3, 46; Aesch. Eum. 621; Sp.; τί, nach etwas schnauben, Hel. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσθμαίνω: πνευστιῶ, «κοντανασαίνω», «λαχανιάζω», ἀναπνέω μετὰ κόπου, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, τῷ δ’ ἀσθμαίνοντε κιχήτην, πνευστιῶντες, «λαχανιασμένοι», Ἰλ. Κ. 376· ἐπὶ ἐκπνέοντος ἀνθρώπου, ὁ μετ’ ἀγωνίας ἀναπνέων, ὅ γ’ ἀσθμαίνων… ἔκπεσε δίφρου Ε. 585, πρβλ. Κ. 496, Πινδ. Ν. 3. 84· οὐδὲν ἀσθμαίνων, ἄνευ προσπαθείας τινός, ἀκόπως, πρβλ. κατασθμαίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 651· γ΄ ἑνικ. ἀσθμαίνει Ἱππ. 489. 31· ἀσθμαίνουσι Ἀριστ. Πρβλ. 11. 60· παρατ. ἤσθμαινον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 5. 4: ― περιμένω τι ἀσθμαίνων, περιμένω τι ἀνυπομόνως, καὶ τὴν πανοπλίαν ἐνδὺς ἐφειστήκει τῇ βαλβῖδι τὸν δρόμον ἀσθμαίνων Ἡλιόδ. 4. 3· ― ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἀσθμ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλὴν Ὀππ. Ἁλ. 4. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 respirer péniblement;
2 râler.
Étymologie: ἆσθμα.

English (Autenrieth)

pant, gasp. (Il.)

English (Slater)

ἀσθμαίνω
   1 pant, gasp σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν (v. l. σώματι, unde σώματι ἀσθμαίνοντι coni. Tric.: i. e. those of the wild animals he slew) (N. 3.48)

Spanish (DGE)

I 1respirar entrecortadamente, jadear por esfuerzo físico τὼ δ' ἀσθμαίνοντε Il.10.376, cf. Hp.Salubr.4, οὐδὲν ἀσθμαίνων sin agitar su aliento A.Eu.651, προσέδραμεν ἀγγελιῶτις, εἶπε δ' ἔτ' ἀσθμαίνουσα Call.Del.217, καί μιν ... ποτὶ πύργον ἀνήγαγεν· ... νυμφίον ἀσθμαίνοντα περιπτύξασα σιωπῇ Musae.261, cf. D.Chr.30.38, ἐν δρόμοις τε καὶ γυμνασίοις Gal.18(1).77, en el acto amoroso ἡ δὲ ἐφίλει τε καὶ ἐποίει καὶ ἤσθμαινε καὶ ἐδόκει μοι ἐς ὑπερβολὴν ἥδεσθαι Luc.DMeretr.5.4, ἡ γυνὴ γενομένη πέφυκεν ἀσθμαίνειν ὑπὸ καυματώδους ἡδονῆς Ach.Tat.2.37.9, de los que profetizan bajo inspiración divina, D.Chr.1.56, antes de morir ὅ γ' ἀσθμαίνων ... ἔκπεσε δίφρου Il.5.585, cf. 10.496, σώματα ... ἀσθμαίνοντα Pi.N.3.48
resollar, resoplar de los caballos tras la carrera, Q.S.4.535
roncar al dormir ἐπὶ τῆς κοίτης ... οὐκ ἀσθμαίνει LXX Si.31.19.
2 medic. padecer disnea o asma como síntoma de enfermedad respiratoria, Hp.Morb.3.7, Epid.7.9, como causa del tartamudeo, Arist.Pr.905b33.
3 tr. respirar, echar por la boca de Eros ἀσθμαίνεις δὲ πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλήν Opp.H.4.14.
4 palpitar de cansancio ἀσθμαίνοντα πόνοις θέρεος ... γυῖα miembros palpitantes por las labores del verano, AP 9.313 (Anyt.).
II fig.
1 angustiarse Μελίη ... ἀσθμαίνουσα περὶ δρυός Call.Del.81.
2 anhelar, suspirar, estar impaciente por c. ac. τὸν δρόμον Hld.4.3.1, abs. ταῦτα γέγραφα ... ἀσθμαίνουσα καὶ δεδακρυμένη Aristaenet.2.13.27.

Greek Monolingual

(AM ἀσθμαίνω) άσθμα
αναπνέω με κόπο, κοντανασαίνω, λαχανιάζω
αρχ.
1. καταβάλλω προσπάθεια
2. περιμένω κάτι με ανυπομονησία.