άστομος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄστομος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει στόμα
2. ο άφωνος, ο αμίλητος
αρχ.
1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια
2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι
3. (για μέταλλο) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί
4. (για λίμνη) χωρίς στόμιο, κλειστή από παντού
5. (για ποτό) άνοστος, ανούσιος.