ασυλία

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀσυλία) άσυλος
νεοελλ.
φρ.
1. «διπλωματική ασυλία» — το προνομιακό καθεστώς των διπλωματικών αποστολών και του προσωπικού τους να μην υπάγονται —σε μεγάλο μέτρο— στην έννομη τάξη του κράτους στο οποίο είναι διαπιστευμένοι ώστε να ασκούν ανεμπόδιστα και αποτελεσματικά τα διπλωματικά τους καθήκοντα
2. «βουλευτική ασυλία» — το προνόμιο των βουλευτών να μη διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται χωρίς την άδεια του εκλογικού σώματος (εκτός από περιπτώσεις «κακουργημάτων επ' αυτοφώρω»)
αρχ.
1. το να μη μπορεί να ασκηθεί βία σε βάρος προσώπου ή ιερού χώρου
2. το να παρέχεται άσυλο σε ικέτες
3. απαλλαγή από φόρο ή συνεισφορά.