Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
-η, -ο (AM ἀσύμφορος, -ον, Α και ἀξύμφορος) συμφέρω
1. αυτός που δεν συμφέρει, ανώφελος, επιζήμιος
2. ο ακατάλληλος
αρχ.-μσν.
παράλογος.