πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
η (Α ἀφέψησις και ἄφεψις) αφέψω
βράση, βρασμός
νεοελλ.
(φαρμ.)
1. ο βρασμός μιας φαρμακευτικής ουσίας μέσα σε νερό
2. μέθοδος εκχύλισης μιας φυτικής φαρμακευτικής ουσίας για να ληφθούν τα μη πτητικά, διαλυτά στο νερό, συστατικά της.