Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βαυκαλώ

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

Greek Monolingual

βαυκαλῶ (-άω) (Α)
1. βαυκαλίζω
2. κραυγάζω
3. φροντίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ- + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ' άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω είναι παράγωγα του βαύκαλος, που μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό, ενώ σύμφωνα με μία τρίτη υπόθεση το βαύκαλος προήλθε από το βαυκαλώ με υποχωρητικό σχηματισμό (βλ. και βαυκός)].