βουκολώ
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
Greek Monolingual
βουκολῶ (-έω) (AM) βουκόλος
Ι. βόσκω βόδια
αρχ.
1. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον
2. λατρεύω κάποιον (θεό)
3. καθησυχάζω, ξεγελώ
II. βουκολούμαι
1. (για ζώα) οδηγούμαι στη βοσκή, βόσκω
2. (για ουράνια σώματα) διαγράφω τροχιά στον ουρανό
3. εξαπατώ
4. φρ. «βουκολοῡμαι ἐλπίσιν» — ξεγελώ τον εαυτό μου με ελπίδες.