βούτης

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούτης Medium diacritics: βούτης Low diacritics: βούτης Capitals: ΒΟΥΤΗΣ
Transliteration A: boútēs Transliteration B: boutēs Transliteration C: voytis Beta Code: bou/ths

English (LSJ)

ου, Dor. βούτας α, ὁ, (βοῦς)

   A herdsman, A.Pr.568 (lyr.), E.Andr.280 (lyr.), Theoc.1.80, AP6.255 (Eryc.), etc.:—as Adj., β. φόνος the slaughter of kine, E.Hipp.537.    II = ὀρίγανος (Cydonia), Hsch.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, der Ochsenhirt, Tragg., z. B. Aesch. Prom. 569; Eur. Hec. 646; Theocr. βώτας, z. B. 1, 80. – Adj. φόνος, Rindermord, Eur. Hipp. 537, = ἑκατόμβη.

Greek (Liddell-Scott)

βούτης: -ου, Δωρ. βούτας ἢ (παρὰ Θεοκρ.) βώτας, α, ὁ, (βοῦς) βουκόλος, Αἰσχύλ. Πρ. 569, Ἀγ. 719, Εὐρ. Ἀνδρ. 280, Θεόκρ. 1. 80, κτλ.· - ὡς ἐπίθ., βούτ. φόνος, σφαγὴ βοῶν, Εὐρ. Ἱππ. 537.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui concerne les bœufs, de bœuf ; ὁ βούτης bouvier.
Étymologie: βοῦς.

Greek Monolingual

βούτης, ο και δωρ. τ. βούτας και βώτας, ο (Α) βους
1. ο βουκόλος
2. ως επίθ. φρ. «βούταν φόνον» — θυσίες βοδιών.