βραγιά
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
η
1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που περιβάλλεται από αυλάκι για πότισμα, η πρασιά
2. ο αριθμός των φυτών που περιλαμβάνονται σε μια βραγιά
3. ποτιστικός κήπος, λαχανόκηπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. λατ.) bradia < (γερμ.) breit «ευρύς, φαρδύς»].