Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βραγιά

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

η
1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που περιβάλλεται από αυλάκι για πότισμα, η πρασιά
2. ο αριθμός των φυτών που περιλαμβάνονται σε μια βραγιά
3. ποτιστικός κήπος, λαχανόκηπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. λατ.) bradia < (γερμ.) breit «ευρύς, φαρδύς»].