γαστρόπτης
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ου, ὁ,
A vessel for cooking sausages, Demioprat.ap. Poll.10.105:—fem. γαστρ-οπτίς IG11(2).161B128 (Delos, iii B. C.), but γαστροποτίς ib. 199B79.
German (Pape)
[Seite 476] ὁ, ein Kochgeschirr (zum Bereiten der Magenwürste), Poll. 10, 105.
Greek (Liddell-Scott)
γαστρόπτης: -ου, ὁ, ἴδε ἐν λ. γαστὴρ Ι. 3.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vasija para cocinar tripas o hacer embutidos, ID 104.142 (IV a.C.), Demioprata en Poll.10.105, Hsch.
Greek Monolingual
γαστρόπτης, ο (Α)
γάστρα για ψήσιμο φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + οπτώ «ψήνω»].