μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(-άω)
1. τρέχω
2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά
3. γυρίζω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ-λιστρώ, γδέρνω < εκ-δέρω, γδύνω < εκ-δύνω κ.λπ.)].