γένι

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

και γένειο, το (AM γένειον, Μ και γένιν)
1. το τρίχωμα του προσώπου των ανδρών στα μάγουλα, στο κάτω χείλος και στο σαγόνι
2. το σύνολο των τριχών που φύονται στην κάτω σιαγόνα και κοντά στο ρύγχος ορισμένων θηλαστικών
3. το μέρος του προσώπου που καλύπτεται από το γένι
νεοελλ.
1. το πιο προεξέχον σημείο του σαγονιού
2. η χητινώδης πλάκα στην οποία στηρίζεται το κάτω χείλος των Εντόμων
3. τα κεράτινα ελασματίδια στη ράχη του κάθε φτερού των Πτηνών
4. περιοχή στην εξωτερική πλευρά του κάθε χείλους του αλόγου
5. φρ. α) «και του σπανού τα γένια γίνονται» — και τα πιο απίθανα μπορούν να συμβούν
β) «ο παπάς βλογάει πρώτα τα γένια του» — καθένας φροντίζει πρώτα για το συμφέρον του και μετά για τους άλλους
γ) «όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια» — όποιος χειρίζεται ένα δύσκολο θέμα έχει και τα μέσα να το επιλύσει
αρχ.
το δόντι του πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γένι < μσν. γένιν < μσν. γένειον < αρχ. γένειον < γενέF-ιον < γένυ-ς].