γυπιάς

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡπιάς Medium diacritics: γυπιάς Low diacritics: γυπιάς Capitals: ΓΥΠΙΑΣ
Transliteration A: gypiás Transliteration B: gypias Transliteration C: gypias Beta Code: gupia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A vulture-haunted, πέτρα A.Supp.796(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

γῠπιάς: -άδος, ἡ, ὑπὸ γυπῶν οἰκουμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 796.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
habité par les vautours.
Étymologie: γύψ.

Spanish (DGE)

(γῡπιάς) -άδος frecuentado por buitres γ. πέτρα A.Supp.796.

Greek Monolingual

γυπιάς (-άδος), η (Α)
βράχος που κατοικείται από γύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυψ + (επίθημα) -ιαδ- (πρβλ. ορεστιάς, ποντιάς)].