γνάφαλο
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
Greek Monolingual
και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) γνάπτω
μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα
νεοελλ.
(συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από τρίχες γίδας, ακατάλληλα για να κλωστούν, που χρησιμοποιούνται για να γεμίσουν στρώματα ή σαμάρια
αρχ.
μαξιλάρι.