γυριστός

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡριστός Medium diacritics: γυριστός Low diacritics: γυριστός Capitals: ΓΥΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: gyristós Transliteration B: gyristos Transliteration C: gyristos Beta Code: guristo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rounded, curved, Sch.Philostr.p.579B.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ γυριστός, -ή, -όν)
1. θολωτός
2. περιστροφικός
νεοελλ.
1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος
2. ελικοειδής, στριφτός
3. «γυριστό κλειδί» — αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές
4. το θηλ. ως ουσ. η γυριστή
η ανέμη
5. το ουδ. ως ουσ. το γυριστό
θολοειδής λιθοδομία
6. (πληθ. ουδ ως ουσ.) τα γυριστά
είδος γλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρίζω < γύρος. (Ο μαρτυρούμενος τ. γυρίζω είναι νεώτερος)].