δερβένι
From LSJ
Greek Monolingual
και ντερβένι, το
1. στενή διάβαση σε βουνό, στενοπορία («εκεί είναι λύκοι στα βουνά και κλέφτες στα δερβένια»)
2. (στην Τουρκοκρατία) στρατιωτικός σταθμός σε στενή διάβαση βουνού
3. στον πληθ. Δερβένια
(τόπων.) ονομασία διαφόρων τόπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dervent ή derbent].