δερβένι

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

και ντερβένι, το
1. στενή διάβαση σε βουνό, στενοπορίαεκεί είναι λύκοι στα βουνά και κλέφτες στα δερβένια»)
2. (στην Τουρκοκρατία) στρατιωτικός σταθμός σε στενή διάβαση βουνού
3. στον πληθ. Δερβένια
(τόπων.) ονομασία διαφόρων τόπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dervent ή derbent].