δημηγορικός
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
ή, όν,
A suited to public speaking, opp. δικανικός, X.Mem.1.2.48; προοίμια, title of work by Critias, Hermog. Id.2.11; popular, Pl.Grg.482e; δ. καὶ δικανικὴ σοφία Id.R.365d, etc.; λέξις Arist.Rh.1413b4: Comp. or Sup., ib.1418a1:—ἡ -κή (sc. τέχνη), = δημηγορία, Pl.Sph.222c; τὰ -κά Arist.Rh.1354b28. Adv. -κῶς Poll.4.26.
German (Pape)
[Seite 562] ή, όν, zum Volksredner gehörig, geschickt, Xen. Mem. 1, 2, 48; τέχνη, Plat. Soph. 222 c; σοφία, Rep. II, 365 d; λόγοι, Reden vor dem Volke, Arist. Nic. 10, 10; τὰ δημ. = ἡ δημηγορία, rhet. 1, 1. – Adv., Poll. 4, 26.
Greek (Liddell-Scott)
δημηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος πρὸς δημοσίαν ἀγόρευσιν ἔχων τὴν πρὸς τοῦτο ἱκανότητα. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 48· δ. σοφία Πλάτ. Πολιτ. 365D, κτλ.· λέξις Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 5· ἀντίθ. δικανικός, Ἀριστ. Νικ. 10, 10, Διόδ. Ἁλ. Δημ. 2· - ἡ δημηγορικὴ (ἐνν. τέχνη) = δημηγορία, Πλάτ. Σοφ. 222C· οὕτω, τὰ δημηγορικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui convient aux harangues publiques.
Étymologie: δημηγόρος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): δημογ- Eust.694.3
I 1ret. público, deliberativo, propio de la oratoria política esp. op. δικανικός ‘forense’ πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικὴν καὶ δικανικὴν διδόντες Pl.R.365d, λέξις δ. Arist.Rh.1413b4, λόγοι δικανικοὶ καὶ δημηγορικοί Arist.EN 1181a5, cf. D.H.Dem.1.1, Amm.1.10.2, Th.55.1, ἔστιν δὲ τὰ μὲν παραδείγματα δημηγορικώτερα, τὰ δ' ἐνθυμήματα δικανικώτερα Arist.Rh.1418a2, Δημηγορικὰ προοίμια tít. de una obra de Critias, Hermog.Id.2.11 (p.402)
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) la elocuencia deliberativa Pl.Sph.222c, τὰ δημηγορικά los discursos deliberativos Arist.Rh.1354b23
•gener. propio de o adecuado al discurso público δ. ἱμάτιον un manto apropiado para hablar en público Philostr.VS 619, δ. βῆμα D.C.56.34.4
•en mal sent. propio de un orador demagógico Pl.Grg.482e.
2 de pers. hábil orador público, que destaca como orador en la asamblea op. δικανικός X.Mem.1.2.48, cf. Smp.4.6.
II adv. -ῶς de un modo propio de la elocuencia deliberativa Poll.4.26.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δημηγορικός, -ή, -όν) δημηγόρος
ο κατάλληλος για δημηγορία
(Πλάτ., Πολιτ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική
η τέχνη του να αγορεύει κανείς δημόσια
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά
η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό.