διατινάσσω

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατῐνάσσω Medium diacritics: διατινάσσω Low diacritics: διατινάσσω Capitals: ΔΙΑΤΙΝΑΣΣΩ
Transliteration A: diatinássō Transliteration B: diatinassō Transliteration C: diatinasso Beta Code: diatina/ssw

English (LSJ)

   A shake asunder, shake to pieces, ἐπὴν σχεδίην . . διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363; τὰ δώματα E.Ba.606: fut. Med. in pass. sense, ib.587 (lyr.).    II shake violently, κάρα δ. ἄνω κάτω Id.IT282; shake out, στρώματα Hierocl.p.63A.

German (Pape)

[Seite 607] durch-, hin- u. herschütteln; ἄνω κάτω Eur. I. T. 282; δῶμα Bacch. 606; διατετινάχθαι Aesop. 43; – auseinander schütteln, zertrümmern, σχεδίην Od. 5, 363, in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur. Bacch. 587.

Greek (Liddell-Scott)

διατῐνάσσω: μέλλ. -ξω, τινάσσω δυνατά, τινάσσων συντρίβω, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Ὀδ. Ε. 363· τά δώματα Εὐρ. Βάκχ. 600· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., αὐτόθι 588. ΙΙ. κινῶ μετὰ βίας, κάρα δ. ἄνω κάτω ὁ αὐτ. Ι. Τ. 282.

French (Bailly abrégé)

ao. διετίναξα;
secouer en tous sens : κάρα δ. ἄνω κάτω EUR faire de la tête des signes véhéments.
Étymologie: διά, τινάσσω.

Spanish (DGE)

(διατῐνάσσω) 1 tr. en v. act. sacudir violentamente hasta deshacer, hacer tambalearse ἐπὴν σχεδίην ... διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363 (tm.), δῶμα E.Ba.606, en v. pas. τὰ Πενθέως μέλαθρα διατινάξεται el palacio de Penteo será destruido E.Ba.587
gener. agitar, sacudir κάρα ... ἄνω κάτω E.IT 282, στρώματα Hierocl.Exc.63.20, cf. Aristo Phil.13.3, Alciphr.4.19.2, Heb.Ib.16.12, en v. pas. πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plu.2.321e
por ext. tañer ταῖς χερσὶ τὰς χορδάς Ach.Tat.1.5.4.
2 intr. en v. med.-pas. agitarse, moverse al bailar, Aq.2Re.6.16, (νοσῶν) ἔφη ... διατετινάχθαι (el enfermo) dijo que sufría convulsiones Aesop.180.

Greek Monolingual

διατινάσσω (Α)
1. τινάσσω ισχυρά, συντρίβω τινάζοντας
2. σείω, κινώ βίαια.