δορατισμός
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ὁ,
A fighting with spears, Plu.Pyrrh.7, Tim.28, cj. in Lib.Descr.1.6.
German (Pape)
[Seite 658] ὁ, der Speerkampf; Plut. Timol. 28; Liban.
Greek (Liddell-Scott)
δορᾰτισμός: ὁ, μάχη διὰ τῶν δοράτων, Πλούτ. Πύρρ. 7, Τιμολ. 28.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
combat avec la lance.
Étymologie: δόρυ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
ataque, lucha con lanzas σιδηροῖς θώραξι καὶ χαλκοῖς κράνεσιν διεκρούοντο τὸν δορατισμόν Plu.Tim.28, cf. Pyrrh.7, Lib.Descr.1.6.
Greek Monolingual
δορατισμός, ο (Α)
μάχη με δόρατα.