ἑβδομαγενής
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ές,
A born on the seventh day [of the month], epith. of Apollo, Plu.2.717e.
German (Pape)
[Seite 699] am siebenten Tage geboren, Beiwort des Apollo, bes. in Sparta, Plut Symp, 8, 1, 2. Wohl zu ändern in
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομᾱγενής: -ές, γεννηθεὶς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν τοῦ μηνός, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πλούτ. 2. 717D· ἀλλ’ ὑπὸ τοῦ Valck. (Ἀριστοβ. σ. 115) προτιμᾶται ἑβδομαγέτης.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né le 7ᵉ jour (du mois), épith. d’Apollon, né le 7 Bysios.
Étymologie: ἕβδομος, γένος.
Greek Monolingual
ἑβδομαγενής, -ές (Α)
(επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που γεννήθηκε την έβδομη ημέρα.