εθνικός

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐθνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη
3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός
ο ειδωλολάτρης
4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν)
παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο μιας χώρας ή πόλης ή αυτόν που κατάγεται από εκεί
νεοελλ.
«εθνική συνέλευση» — συνέλευση αντιπροσώπων του έθνους που εκπροσωπεί τη θέληση του
αρχ.
1. (στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία) επαρχιακός
2. διαλεκτικός
3. το αρσ. ως ουσ. ἐθνικός
ο φοροεισπράκτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος (βλ. και λ. ειδωλολάτρης)].