εισφορά
From LSJ
η (AM εἰσφορά)
συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος
αρχ.
1. συγκομιδή
2. (για λέξη) εισαγωγή
3. εισήγηση, πρόταση
4. πληρωμή (ιδίως φόρων)
5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου σε πολίτες ή μετοίκους για την κάλυψη πολεμικών δαπανών.