εισφορά

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η (AM εἰσφορά)
συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος
αρχ.
1. συγκομιδή
2. (για λέξη) εισαγωγή
3. εισήγηση, πρόταση
4. πληρωμή (ιδίως φόρων)
5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου σε πολίτες ή μετοίκους για την κάλυψη πολεμικών δαπανών.