Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκκοκκίζω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω)
βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς
αρχ.
1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω
2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω
3. ξεριζώνω
4. κυριεύω, διαρπάζω
5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» — διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες.