Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκκοκκίζω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω)
βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς
αρχ.
1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω
2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω
3. ξεριζώνω
4. κυριεύω, διαρπάζω
5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» — διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες.