τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω)βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούςαρχ.1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω3. ξεριζώνω4. κυριεύω, διαρπάζω5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» — διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες.