εκσπώ

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

(-άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ)
νεοελλ.
1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.»)
2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.»)
3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου, παραφέρομαι
αρχ.-μσν.
αποσπώ με τη βία κάτι που είναι σφιχτά δεμένο ή κολλημένο σε κάτι άλλοτρίχες ἐκσπῶνται», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ανασπώ, σύρω, τραβώ
2. σπάζω κάτι
3. αποσύρω.