έκτοπος
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
Greek Monolingual
ἔκτοπος, -ον (AM)
I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο
2. ξένος, αλλοδαπός
3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος
4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου
5. «ἔκτοπον
ἔξοδον» (Ησύχ.)
II. επίρρ. ἐκτόπως
εκτάκτως, ασυνήθιστα, υπερβολικά, παράδοξα, θαυμαστά.