Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
-η, -ο
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)
1. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, ευρύς, μεγάλος («εκτεταμένη περιοχή, πεδιάδα, χώρα κ.λπ.»)
2. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια, διεξοδικός («εκτεταμένη συζήτηση, χρονική περίοδος κ.λπ.»).