ἐνανάπτω
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
A tie, dub. in Gal.18(1).750.
German (Pape)
[Seite 826] anbinden an, τινί, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνανάπτω: μέλλ. -ψω, ἅπτω (δένω) ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Γαλην. τ. 12, σ. 459Α.
Spanish (DGE)
atar, unir τὰ πέρατα τῶν βρόχων Gal.18(1).750.
Greek Monolingual
ἐνανάπτω (Α)
συνδέω κάτι με άλλο, δένω πάνω σε κάτι, προσδένω.